Σελίδες

18/1/15

Το δείπνο του Ποιητή



Ο Ρικάρντο Χαβιέρ Αλβάρες, Αργεντινός ποιητής σε μια κάπως εύθραυστη περίοδο της ζωής του, (έπειτα από ανάρρωση μίας βαριάς εγχείρησης) θα συναντιόταν σε κάποιο προάστιο της Τοσκάνης με τον επίσκοπο Αντώνιο Αμορόζο στα πλαίσια μιας λογοτεχνικής παρουσίασης, που του κανόνισε ο άκαρδος ατζέντης του. Όλα έδειχναν ότι θα ήταν η πλέον εκρηκτική συνάντηση μεταξύ ενός δηλωμένου άθεου λογοτέχνη και ενός ένθεου επισκόπου, αν λάβουμε υπόψη τον αδάμαστο χαρακτήρα του ποιητή, παρόλο που βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο της ζωής του. Εξάλλου ο ίδιος ο ποιητής εκείνη την εποχή το μόνο που ήθελε ήταν να αποτραβηχτεί από το κοσμικό του σύμπαν, εκείνο που τορπίλιζε σε κάθε αράδα, αλλά ο ατζέντης του είχε άλλα σχέδια για εκείνον. Επιθυμούσε να εκμεταλλευτεί, όσο προλάβαινε, την φήμη του ποιητή ιδιαιτέρως τώρα που η τελευταία του ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε στην μισή υφήλιο. Μεταξύ αυτών, συμπεριλαμβανόταν και η Ιταλική επικράτεια, όπου και η κανονισμένη συνάντηση. Και έτσι έγινε. Την προηγούμενη μέρα της συνάντησης με τον επίσκοπο, πραγματοποιήθηκε η τυπική συνέντευξη σε μια αίθουσα του Δημαρχείου της Φλωρεντίας όπου δημοσιογράφοι, λογοτέχνες και μεταφραστές είχαν μαζευτεί μονάχα για να ακούσουν τον ήχο της φωνής του λογοτεχνικού τους ήρωα. Κι εκείνος δεν τους απογοήτευσε· παρ ‘όλη την κούραση του, τον ασφυχτικό κόσμο και τα φλας που δεν σταματούσαν ούτε λεπτό να αναβοσβήνουν, χαμογελούσε και απαντούσε σε κάθε ερώτηση. Καυστικός όπου χρειαζόταν, οξυδερκής σε κάθε του απάντηση, λιτός σε κάθε ανοησία. 
Μα το ίδιο βράδυ όταν όλα έσβησαν και ο ποιητής ξάπλωσε στο κρεβάτι του, μια σκέψη είχε μείνει να τον βασανίζει: Γιατί πρέπει να συναντηθώ με αυτόν τον άνθρωπο; Ο ατζέντης του, που τα κανόνισε αιτιολόγησε την απόφαση του, λόγω της σπουδαιότητας της φήμης του επισκόπου. «Θεωρώ ότι πρέπει να συναντηθείτε. Θα δείτε ότι είναι ένας άνθρωπος με σοφία και διορατικότητα» «Αρετές, που καθόλου δεν σε συγκινούν φίλε, κερδοσκόπε ατζέντη, οπότε ερωτώ ξανά, γιατί με βασανίζεις;» επέμενε ο ποιητής και εκείνος τελικά παραδέχτηκε ότι ο επίσκοπος είχε μεγάλο κύκλο γνωριμιών στα μέσα ενημέρωσης της Φλωρεντίας, αλλά και της Ρώμης. Θα ήταν στρατηγική επιτυχία για την διάδοση της φήμης του ποιητή. Τόσο τον είχε μισήσει ο ποιητής τον ατζέντη, για αυτή του την απάντηση, που είχε υποσχεθεί να αρπαχτεί όσο μπορούσε με τον επίσκοπο · αυτή η σκέψη, του είχε χαρίσει ένα αρκετά ταραγμένο ύπνο εκείνη την νύχτα. Από το επόμενο πρωί, το κινητό του δέχτηκε πάνω από πέντε κλήσεις από τον ατζέντη, που όμως ο ποιητής αγνόησε μετά βδελυγμίας ώσπου η ώρα πήγε επτά το απόγευμα. 

 Ο επίσκοπος είχε κανονίσει να συναντηθούν σε ένα εστιατόριο που είχε θέα στο λιμάνι του Λιβόρνου. Ο ποιητής, μπήκε αργά στην είσοδο και σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα να παρατηρήσει τον χώρο. Τραπέζια ξύλινα, καρέκλες με βελούδο στην πλάτη και ένας εντυπωσιακός πολυέλαιος, φώτιζε τον χώρο. Τα γκαρσόνια με ομοιόμορφη στολή και ένα πελώριο χαμόγελο, τριγυρνούσαν σαν τις μύγες δεξιά και αριστερά. Οι τοίχοι είχαν ένα απαλό χρώμα και οι μεγάλες γκραβούρες ή ελαιογραφίες σε κάποια σημεία, μετέτρεπαν το μαγαζί σε μια όαση για τις αισθήσεις. Ένα γκαρσόνι, μάλλον ο μαιτρ, τον πλησίασε και τον ρώτησε αν έχει κλείσει τραπέζι. Δεν χρειαζόταν όμως να του δείξει που πρέπει να κάτσει. Ο καθολικός επίσκοπος με το λευκό περιλαίμαιο που θύμιζε σκυλάκι, καθόταν ήδη σε ένα τραπέζι για δύο. Ο ποιητής συνοδευόταν από έναν οδηγό που τον βοηθούσε στις μετακινήσεις του στην Ιταλία και με δυσφορία είδε ότι δεν υπήρχε θέση για εκείνον. Ζήτησε από το γκαρσόνι να τον τακτοποιήσει όπου μπορούσε. Ο επίσκοπος ήταν ασημένιος και λεπτός. Τα ελάχιστα μαλακά του ξανθά μαλλιά, τινάχτηκαν στην κίνηση που έκανε να σηκωθεί για να συστηθεί με τον ποιητή. «Ρικάρντο Χαβιέρ Αλβάρες!» «Πάτερ!» είπε ο ποιητής αποφεύγοντας να αναφέρει το επώνυμο του επισκόπου. Επίσης, δεν ανέφερε «Εξοχότατε» ή ό,τι άλλο συνηθίζεται όταν συναντάς έναν επίσκοπο. Ούτε καν του φίλησε το χέρι. Η αλήθεια, είναι ότι δεν ήξερε ποιο ήταν το πρωτόκολλο, αν και στην πατρίδα του - σε αντίστοιχη συνάντηση - θα είχε αγκαλιαστεί μαζί του. Όχι όμως σήμερα, όχι με αυτόν. Δεν το ήθελε με τίποτα. Ήδη αισθανόταν εκνευρισμένος που βρισκόταν εκεί, με αυτόν τον επίσκοπο. «Έμαθα ότι η συνέντευξη σας πήγε θαυμάσια εχθές» είπε ο επίσκοπος στα Αγγλικά. «Ας πούμε ότι πήγε καλά. Μάλλον, ήταν καλά. Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά, μήπως να παραγγείλουμε; Πεινάω αρκετά» «Ναι, βεβαίως» Κάνοντας νόημα, πλησίασε ο μαιτρ δίπλα τους, τους μοίρασε τους καταλόγους, τους περιέγραψε όλα τα ορεκτικά, αλλά και τα κυρίως γεύματα που μπορούσαν να παραγγείλουν. Ο επίσκοπος έγειρε λίγο το κεφάλι του και είπε χαμηλόφωνα στον ποιητή: «Ξέρετε, εγώ νηστεύω. Σε λίγες εβδομάδες είναι Πάσχα», και ο ποιητής απάντησε: «Έξοχα. Φέρτε μας τότε, ό,τι σας κάνει κέφι!» και έκλεισε τον κατάλογο με δύναμη.
Δεν άργησε ο μαιτρ και επέστρεψε με δύο σερβιτόρους που άρχισαν να μοιράζουν στο τραπέζι δύο πιάτα, δύο πιρούνια, δυο μαχαίρια, και δύο κουτάλια της σούπας. Έπειτα, μπήκε στην μέση η σουπιέρα και δίπλα μικρά μακρουλά πιάτα με ρέγκα καπνιστή με δυόσμο, γαρίδες τυλιγμένες με το μπέικον, ακόμη ένα πιάτο με πέντε τυριά διαφορετικού χρώματος κι ακόμη ένα με μικρές λωρίδες παστουρμά με σταφύλι. «Μόνο αυτά;» Παραπονέθηκε ο ποιητής και στην στιγμή επέστρεψε ο μαιτρ με ακόμη δύο σερβιτόρους όπου πρόσθεσαν έναν τραπέζι δίπλα τους. Σέρβιραν ακόμη μια σούπα από σιτάρι και πέντε έξι πιάτα με μελιτζανοσαλάτες, τυροσαλάτες, φέτα ψημένη στα κάρβουνα και ψωμί ζυμωτό. Έπειτα από λίγο πρόσθεσαν κι ένα μικρό πήλινο πιάτο με λιωμένο άσπρο τυρί, μοσχαράκι μπουκιές με μελιτζάνα και πιπεριές με κομματάκια χοιρινού όπου από πάνω υπήρχε μια στρώση με κρέμα, λευκή όπως το χιόνι. Ο ποιητής, έτρωγε αμίλητος και ο επίσκοπος ξεχώριζε με το μαχαιροπίρουνο ό,τι νόμιζε ότι μπορούσε να φάει. Το μόνο που αντάλλασσαν μεταξύ τους ήταν κάποιο χαμόγελο αμηχανίας και ένα θόρυβος από τις γνάθους τους, που πήγαινε ρυθμικά πάνω-κάτω. Μια σαμπανιέρα, βρέθηκε δίπλα τους να φιλοξενεί στοργικά ένα κρασί μέσα στον πάγο. Ο επίσκοπος είχε φροντίσει στην επιλογή του. Λευκό με κάπως στυφή γεύση, καταναλώθηκε σύντομα και παραγγέλθηκε ακόμη ένα.
Η βουβαμάρα συνεχιζόταν, ωστόσο τα γκαρσόνια έφερναν συνέχεια πιάτα με ορεκτικά ώσπου κάποια στιγμή ο ποιητής ζήτησε την συμπάθεια του επισκόπου για να φέρει την σουπιέρα εμπρός του. «Καταπληκτική!» είπε και άρχισε να ρουφάει με το κουτάλι του, κατευθείαν από την σουπιέρα βγάζοντας επιφωνήματα χαράς. Ο επίσκοπος τον κοίταζε αμήχανα, τα μάτια του δυο ανοιχτόχρωμες μπίλιες που παρατηρούσαν επίμονα - στα όρια αδιακρισίας, ώσπου στο τέλος πήρε κι εκείνος τη δεύτερη σουπιέρα εμπρός του και αφού την εξέτασε ότι δεν περιείχε ίχνος κρέατος μέσα, άρχισε να ρουφάει με το κουτάλι του την σούπα. Ίσως να φαντάστηκε ότι στην Αργεντινή, τρώνε την σούπα κατευθείαν από την σουπιέρα, τσιμπώντας ταυτόχρονα τις γαρίδες μαζί με μια ρώγα από σταφύλι αφού πρώτα την είχαν πασαλείψει σε μια γλυκιά λευκή σάλτσα, που έσταζε μέχρι να φτάσει στο στόμα. Σιγά- σιγά άρχισαν τα γκαρσόνια να μαζεύουν τα πιάτα για να φέρουν τα επόμενα και το δεύτερο μπουκάλι κρασί είχε φτάσει μέχρι την μέση. Τα μάτια και των δύο, είχαν αρχίσει να γυαλίζουν και να κοιτάει ο ένας τον άλλο χαμογελαστά. Ο επίσκοπος ίσως να υποψιάστηκε ότι τα Αγγλικά του ποιητή ήσαν ελάχιστα, για αυτό απέφευγε την συζήτηση, ίσως και ο ποιητής να είχε κάνει την ίδια ακριβώς σκέψη πριν τον επίσκοπο. Δεν είχε σημασία, περνούσαν καλά και γελούσαν κάθε φορά που ερχόταν ακόμη ένα πιάτο. Σύντομα άνοιξε το κουμπί από το παντελόνι του ο ποιητής, και το ίδιο έκανε ο επίσκοπος. Το τραπέζι άδειασε ξανά κι ακόμη μια πιατέλα με χήνα γεμιστή, γέμισε το μισό τραπέζι. Ο επίσκοπος έκανε έναν μορφασμό στην όψη του κρέατος και άρχισε να τσιμπάει την γέμιση που είχε πατάτες με σταφίδες και κομμάτια μήλου και κάτι ακόμη - εξαιρετικά νόστιμο - που δεν μπορούσε να προσδιορίσει την γεύση του.
Ο ποιητής μουρμούριζε από χαρά και ο επίσκοπος, παραβλέποντας την θέα της χήνας που ξεκοκαλιζόταν εμπρός του άρχισε κι εκείνος να τρώει με μεγαλύτερη ταχύτητα την γέμιση. Το κρασί, έρεε, τα πιρούνια κροτάλιζαν, οι γνάθοι και των δύο ανεβοκατέβαιναν χαρούμενα, από όπου μικρά χαρούμενα επιφωνήματα ξέφευγαν σαν σκύλος που είχε παγιδευτεί στο πηγάδι. Τα στομάχια και των δυο τίγκαραν και ο ποιητής από την επιθυμία του για την γεύση της χήνας, έπιασε ένα κομμάτι κρέας με το χέρι και άρχισε να το δαγκώνει όπου μπορούσε. Ο επίσκοπος τινάχτηκε ευγενικά, αλλά δεν σχολίασε τίποτα. «Πρέπει να ρωτήσουμε τον σεφ πως φτιάχνει έτσι την χήνα, αμέσως μάλιστα! Είναι καταπληκτική!» «Ναι, και η γέμιση είναι εξαιρετική!» «Α, μα φυσικά! Τα συκωτάκια ανακατεμένα με τις πατάτες και το μήλο, είναι ευφυέστατη σύνθεση!» «Συκωτάκια;» φώναξε έντρομος ο επίσκοπος και το πρόσωπο του άσπρισε περισσότερο από τις πετσέτες που είχαν βάλει στα πόδια τους. Έπειτα χαλάρωσε, και ένωσε τα χέρια του σαν να προσευχόταν κοιτάζοντας ψηλά με κλειστά τα μάτια, την ίδια ώρα που ο ποιητής έπιασε ακόμη μια φτερούγα της χήνας και την έφερε στο πρόσωπο του για να την δαγκάσει. Ο επίσκοπος, κατέβασε τα χέρια - μάλλον έκλεισε η προσευχή ή κόπηκε η σύνδεση - και όρμησε κι εκείνος στην χήνα. Άρπαξε την άλλη φτερούγα και της έκανε μια δαγκωνιά που θα το θυμάται για πάντα. Η γέμιση έφυγε, η χήνα πέταξε, το τυρί τελείωσε, οι ρέγγες άδειασαν, τα σαλαμάκια φαγώθηκαν, τα παιδάκια πασπαλισμένα με κανέλα εξαντλήθηκαν, η φλωρεντινή μπριζόλα τέσσερα δάχτυλα πάχος εξανεμίστηκε, και το τρίτο μπουκάλι κρασί άδειασε. Ο επίσκοπος άρχισε να τραγουδάει ένα ιταλικό τραγούδι και ο ποιητής χτύπαγε το τραπέζι, στο ρυθμό του τραγουδιού. 
Οι γραβάτες λύθηκαν, το μαύρο σακάκι, πήγε περίπατο και τα κουμπιά από τα παντελόνια σχεδόν έσπασαν. Ο μαιτρ, πήρε τα πιάτα, έφερε πουτίγκα από ροδάκινο και μούρα, τρεις κρέμες με φρούτα, έναν ανανά με παγωτό μέσα του κι ένα κανταΐφι με λευκή σαντιγί από πάνω και οι δύο άντρες, αφού τα έφαγαν όλα αυτά τραγουδώντας, ζήτησαν ακόμη κάτι τελευταίο. Ένα παραδοσιακό γλυκό που φτιάχνουν στην Τοσκάνη, ονομαζόμενο ως “τσουκόττο" (zuccotto). Η επιθυμία των δύο, σύντομα εκπληρώθηκε και είχε μείνει μονάχα το σκουρόχρωμο γλυκό πάνω στο τραπέζι. Ο επίσκοπος τσίμπησε το κερασάκι στην κορυφή του γλυκού και αφού το πιπίλισε για ώρα στο στόμα του, το κατάπιε με βουλιμία, την ίδια ώρα που ο ποιητής με το κουτάλι, με τέχνη γλύπτη, έκοβε κομματάκια από την βάση του γλυκού δοκιμάζοντας μικρές κουταλιές. Όταν τελείωσε κι αυτό, οι δύο τους, κοκκινισμένοι από την ένταση του φαγητού και το κρασί, με ένα μειδίαμα στα χείλη στάθηκαν να κοιτάζονται πάντα βουβοί, αλλά φανερά ευχαριστημένοι. Ο ποιητής σήκωσε τα χέρια του να παραγγείλει κάτι ακόμη-ένα γλυκό ίσως- την ίδια ώρα που ο επίσκοπος προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, διότι ένας πόνος στο στομάχι του, τού είχε φέρει μια τεράστια δυσφορία. Έπιασε την κοιλιά του και σε δευτερόλεπτα, έπεσε βαρύς και ανεξέλεγκτα πάνω στο τραπέζι. Τρεις μέρες έπειτα, κατέληξε στο νοσοκομείο από κάποια γαστρική πάθηση και στο ενδιάμεσο ο ποιητής τον επισκεπτόταν καθημερινά, παραμελώντας κάθε του υποχρέωση. Το γεγονός τον είχε καταβάλει, αλλά περισσότερο η στεναχώρια του γιγαντώθηκε σαν έμαθε από τους γιατρούς ότι ο άνθρωπος που βρισκόταν εκείνη την στιγμή στο νοσοκομείο και αργοπέθαινε δεν ήταν ο επίσκοπος Αντώνιο Αμορόζο όπως νόμιζε, αλλά ένας καθολικός Ιερέας που εκτελούσε χρέη γραμματέα στην επισκοπή. Ο πραγματικός επίσκοπος είχε ζητήσει από τον ταπεινό ιερέα να τον αντικαταστήσει εκείνο το απόγευμα, προβάλλοντας κάποια πρόφαση, πιθανόν επειδή κι ο ίδιος δεν είχε καμία διάθεση να συναντηθεί με τον πλέον δηλωμένο άθεο καλλιτέχνη. 
Παρά τα έντονα συναισθήματα της στιγμής, ο ποιητής, ήταν σίγουρος ότι ο ιερέας φεύγοντας θα είχε ακόμη στο μυαλό του την ευχαρίστηση των γεύσεων του δείπνου, κάτι που πραγματικά επιβεβαιώθηκε στην τελευταία του επίσκεψη στο νοσοκομείο. «Τέτοιο υπέροχο δείπνο, δεν νομίζω ότι θα ξαναζήσω» είπε λίγο πριν ξεψυχήσει ο ιερέας. Ο ατζέντης του ποιητή, είχε προσπαθήσει επανειλημμένα να τον ενημερώσει τηλεφωνώντας του εκείνο το πρωινό, και μόλις έμαθε μετά από μέρες ότι ο αντικαταστάτης ιερέας πέθανε στο δείπνο από υπερβολική κατανάλωση φαγητού σε περίοδο νηστείας, γέλασε τόσο πολύ στο τηλέφωνο που ο ποιητής από τα νεύρα του, τον καταράστηκε να λιώσει στην κόλαση, ακόμη κι αν ο αθεϊσμός του, απέκλειε την ύπαρξη της. Εκείνη την στιγμή όμως η φαντασίωση μιας κόλασης του φάνηκε εξαιρετική ιδέα. 

 Σεπ-2014
Ν.Κ
* Δημοσιεύθηκε στο βιβλίο των εκδόσεων MOMENTUM και αφορά συλλογή διηγημάτων.  
(κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μπατσιούλας  ). 

Δεν υπάρχουν σχόλια: